-
1 σκάφος
σκάφος, τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῠτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει ϑέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῠς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰςβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.
-
2 σκάφος
A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op. 572;ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5
.------------------------------------A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50;ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr. 803
;ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers. 419
; ναυτικὰ ς. S.Aj. 1278;Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1
; ναὸς or νεὼς ς., poet. = ναῦς, Id.IT 1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε ς. A.Ag. 1013 (lyr.), cf. Supp. 440, Ar.Ach. 541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.;σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72
(nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως ς. the ship of the state, Ar.V.29.b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι ς. 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S.II = σκαφεῖον, AP6.21.7. -
3 σκαφος
I(ᾰ) ὅ вскапывание, окапываниеσ. οἰνέων Hes. — пора окапывания винограда
II1) досл. корабельный кузов, полость, корпус корабля, перен. корабль, судноσκάφη τῶν νεῶν Aesch., Thuc. — корабельные кузова, т.е. корабли;
Ἀργοῦς σ. Eur. — корабль Арго;σ. πόλεως Arph. — государственный корабль, т.е. государство2) мотыга или заступ Anth. -
4 καλλί-πρωρος
καλλί-πρωρος, mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Uebertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
-
5 ἐρετμόω
ἐρετμόω, mit einem Ruder versehen, Eur. Med. 4 εἴϑ' ὄφελ' Ἀργοῦς σκάφος – μηδ' ἐρετμῶσαι χέρας ἀνδρῶν, wie Orph. Arg. 356 χεῖρας ἐρετμώσαντες, die Hände berudernd, ans Rüder legend; vgl. Nonn. D. 7, 185; – durchrudern, ἠερίους κενεῶνας πεδίλῳ Nonn. D. 14, 4.
-
6 καλλιπρωρος
21) ( о корабле) с красивой носовой частью(Ἀργοῦς σκάφος Eur.)
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.)
См. также в других словарях:
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
καλλίπρωρος — καλλίπρῳρος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Βουδούρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από το Ζευγολατιό Κορινθίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη. Σκοτώθηκε πολεμώντας στον Πειραιά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1826). 2. Βασίλειος. Δημογέροντας από την Ύδρα.… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Poor Poll — is a poem written by Robert Bridges in 1921, and first collected in his book New Verse (1925). The poem is the first example of Bridges Neo Miltonic Syllabics. Poor Poll was composed at the same time as T. S. Eliot was writing The Waste… … Wikipedia
SYMPLEGADES — quae et Cyaneae, hodie le Pavonare, insul. duae, sive potius scopuli, trans Bosporum Thracium, in ipso Ponti Euxini ostio, mille quingentis passibus ab Europa distantes; tam modicô autem inter se discretae intervallô, ut ex adverso quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
αργώος — ἀργῷος, α, ον (Α) [Αργώ] 1. αυτός που ανήκει στην Αργώ («ἀργῷον σκάφος») 2. ο αστερισμός της Αργούς … Dictionary of Greek
είθε — και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε Μ και ἔθε) μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι νεοελλ. είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί») αρχ. (με το… … Dictionary of Greek
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek