Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἀργοῠς σκάφος

См. также в других словарях:

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek

  • καλλίπρωρος — καλλίπρῳρος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Βουδούρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από το Ζευγολατιό Κορινθίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη. Σκοτώθηκε πολεμώντας στον Πειραιά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1826). 2. Βασίλειος. Δημογέροντας από την Ύδρα.… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Poor Poll — is a poem written by Robert Bridges in 1921, and first collected in his book New Verse (1925). The poem is the first example of Bridges Neo Miltonic Syllabics. Poor Poll was composed at the same time as T. S. Eliot was writing The Waste… …   Wikipedia

  • SYMPLEGADES — quae et Cyaneae, hodie le Pavonare, insul. duae, sive potius scopuli, trans Bosporum Thracium, in ipso Ponti Euxini ostio, mille quingentis passibus ab Europa distantes; tam modicô autem inter se discretae intervallô, ut ex adverso quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αργώος — ἀργῷος, α, ον (Α) [Αργώ] 1. αυτός που ανήκει στην Αργώ («ἀργῷον σκάφος») 2. ο αστερισμός της Αργούς …   Dictionary of Greek

  • είθε — και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε Μ και ἔθε) μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι νεοελλ. είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί») αρχ. (με το… …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»